- ἕπτυσχλος
- ἕπτ-υσχλος, οξ,A sandal laced with seven straps, Hermipp.67 (pl.), cf. ὕσχλος, ἐννήυσκλοι, πτύσχλοι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έπτυσκλος — ἕπτυσκλος και ἕπτυσχλος, ὁ (Α) ανδρικό υπόδημα που δενόταν με επτά ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + ύσκλος «άγκιστρο» ή «ιμάντας»] … Dictionary of Greek